- ἔνεικ'
- ἔνεικαι , φέρωferoaor imperat mid 2nd sg (epic ionic)ἔνεικα , φέρωferoaor ind act 1st sg (epic ionic)ἔνεικε , φέρωferoaor ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνενείκομαι — Α εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ενεικ τού αόρ. ἤνεικα τού φέρω] … Dictionary of Greek